ilia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ilia | iliaj |
αιτιατική | ilian | iliajn |
ilia (eo)
- τους (για άντρες)
- laŭ ilia opinio, κατά τη γνώμη τους