illness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
illness illnesses

Ετυμολογία [επεξεργασία]

illness < ill + -ness

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

illness (en)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη disease

Πηγές[επεξεργασία]