Μετάβαση στο περιεχόμενο

illumination

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

illumination (en)

      ενικός         πληθυντικός  
illumination illuminations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

illumination (fr) θηλυκό