illusion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
illusion | illusions |
illusion (en)
- η ψευδαίσθηση
- η αυταπάτη
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
illusion | illusions |
illusion (fr) θηλυκό
- η ψευδαίσθηση, η πλάνη