Μετάβαση στο περιεχόμενο

illusion

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
illusion illusions

illusion (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
illusion illusions

illusion (fr) θηλυκό