illustrate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
illustrate (en)
- (παρωχημένο) φωτίζω
- κάνω κάτι σαφέστερο (διασαφηνίζω) με ένα παράδειγμα ή μια σύγκριση
- in Wiktionary we use quotations to illustrate our definitions
- εικονογραφώ