Μετάβαση στο περιεχόμενο

illustration

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
illustration illustrations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
illustration < λατινική illustratio

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

illustration (en)

  1. (ζωγραφική) η εικονογράφηση
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η απεικόνιση, παράδειγμα που δείχνει ξεκάθαρα την αλήθεια για κάτι
      This photograph is an accurate illustration of reality.
    Αυτή η φωτογραφία είναι μια ακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας.



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
illustration < λατινική illustratio

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ly.stʁa.sjɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
illustration illustrations

illustration (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]