illustration
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- illustration < λατινική illustratio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]illustration (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- illustration < λατινική illustratio
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ly.stʁa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
illustration | illustrations |
illustration (fr) θηλυκό
- (ζωγραφική) η εικονογράφηση, η ζωγραφιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη illustrer