immédiat
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- immédiat < δημώδης λατινική immediatus < medius
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | immédiat | immédiats |
θηλυκό | immédiate | immédiates |
immédiat (fr)