immaterial

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός immaterial
συγκριτικός more immaterial
υπερθετικός most immaterial

Επίθετο

[επεξεργασία]

immaterial (en)

  1. ασήμαντος, άσχετος
    immaterial details - ασήμαντες λεπτομέρειες
    What you’re saying is immaterial to the topic.
    Ό,τι λες είναι άσχετο προς το θέμα.
    That’s immaterial to me.
    Αυτό δεν έχει σημασία για μένα.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις insignificant και irrelevant
  2. (επίσημο) άυλος, που δεν έχει φυσική μορφή
    immaterial like a ghost - άυλος σα φάντασμα
     συνώνυμα: intangible