immaterial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | immaterial |
συγκριτικός | more immaterial |
υπερθετικός | most immaterial |
Επίθετο
[επεξεργασία]immaterial (en)
- ασήμαντος, άσχετος
- ↪ immaterial details - ασήμαντες λεπτομέρειες
- ↪ What you’re saying is immaterial to the topic.
- Ό,τι λες είναι άσχετο προς το θέμα.
- ↪ That’s immaterial to me.
- Αυτό δεν έχει σημασία για μένα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις insignificant και irrelevant
- (επίσημο) άυλος, που δεν έχει φυσική μορφή
- ↪ immaterial like a ghost - άυλος σα φάντασμα
- ≈ συνώνυμα: intangible