immeasurable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- immeasurable < im- + measurable
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | immeasurable |
συγκριτικός | more immeasurable |
υπερθετικός | most immeasurable |
immeasurable (en)