Μετάβαση στο περιεχόμενο

immeasurable

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
immeasurable < im- + measurable

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός immeasurable
συγκριτικός more immeasurable
υπερθετικός most immeasurable

immeasurable (en)