immensely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
immensely < immense + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

immensely (en)

  • απέραντα
    ⮡  I am immensely happy.
    Είμαι απέραντα ευτυχισμένος.