Μετάβαση στο περιεχόμενο

immigrate

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας immigrate
γ΄ ενικό ενεστώτα immigrates
αόριστος immigrated
παθητική μετοχή immigrated
ενεργητική μετοχή immigrating

immigrate (en)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]