imminence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
imminence imminences

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

imminence (fr) θηλυκό