imminence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
imminence | imminences |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]imminence (fr) θηλυκό
- το επικείμενο μιας κατάστασης
ενικός | πληθυντικός |
imminence | imminences |
imminence (fr) θηλυκό