immobilisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- immobilisation < immobiliser
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
immobilisation | immobilisations |
immobilisation (fr) θηλυκό
- η ακινητοποίηση, η καθήλωση