immobilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
immobilité | immobilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
immobilité (fr) θηλυκό
- η ακινησία
ενικός | πληθυντικός |
immobilité | immobilités |
immobilité (fr) θηλυκό