immodéré
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | immodéré | immodérés |
θηλυκό | immodérée | immodérées |
Επίθετο
[επεξεργασία]immodéré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | immodéré | immodérés |
θηλυκό | immodérée | immodérées |
immodéré (fr)