immutable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
immutable (en)
- αμετάβλητος, απαράλλακτος
- που δεν επιδέχεται μεταβολή, σταθερός, αμετάτρεπτος
- (πληροφορική) αμετάβλητη, για δομή δεδομέων
- δείτε επίσης: Immutable object στην αγγλική Βικιπαίδεια