impénétrable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
impénétrable | impénétrables |
Επίθετο[επεξεργασία]
impénétrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αδιαπέραστος
- (μεταφορικά) μη διαχειρίσιμο πρόβλημα, δυσεπίλυτο ή πρακτικά μη επιλύσιμο
- ανεξιχνίαστος