impénétrable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
impénétrable impénétrables

Επίθετο

[επεξεργασία]

impénétrable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αδιαπέραστος
  2. (μεταφορικά) μη διαχειρίσιμο πρόβλημα, δυσεπίλυτο ή πρακτικά μη επιλύσιμο
  3. ανεξιχνίαστος