impénitent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- impénitent < λατινική impaenitens
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pe.ni.tɑ̃/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impénitent | impénitents |
θηλυκό | impénitente | impénitentes |
impénitent (fr)