impéritie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pe.ʁi.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
impéritie | impérities |
impéritie (fr) θηλυκό
- η ανικανότητα, η αναρμοδιότητα