impétrant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impétrant | impétrants |
θηλυκό | impétrante | impétrantes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
impétrant (fr) αρσενικό ή θηλυκό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | impétrant | impétrants |
θηλυκό | impétrante | impétrantes |
impétrant (fr) αρσενικό ή θηλυκό