Μετάβαση στο περιεχόμενο

impétuosité

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

impétuosité (fr) θηλυκό

L'impétuosité de cet orateur est impressionnante. - Η σφοδρότητα αυτού του ρήτορα είναι εντυπωσιακή.

Συγγενικά

[επεξεργασία]