impétuosité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]impétuosité (fr) θηλυκό
- L'impétuosité de cet orateur est impressionnante. - Η σφοδρότητα αυτού του ρήτορα είναι εντυπωσιακή.