imparable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pa.ʁabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
imparable | imparables |
imparable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
imparable | imparables |
imparable (fr) αρσενικό ή θηλυκό