impassible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- impassible < λατινική impassibilis
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃.pa.sibl/
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
impassible | impassibles |
impassible (fr) αρσενικό ή θηλυκό