impassible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
impassible < λατινική impassibilis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.pa.sibl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
impassible impassibles

impassible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απαθής
  2. ατάρακτος, ατάραχος