impatiently
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | impatiently |
συγκριτικός | more impatiently |
υπερθετικός | most impatiently |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]impatiently (en)
- ανυπόμονα
- ⮡ She was tapping her foot impatiently on the floor.
- Χτυπούσε το πόδι της ανυπόμονα στο πάτωμα.
- ⮡ She was tapping her foot impatiently on the floor.