Μετάβαση στο περιεχόμενο

impatiently

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός impatiently
συγκριτικός more impatiently
υπερθετικός most impatiently

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
impatiently < impatient + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

impatiently (en)

  • ανυπόμονα
      She was tapping her foot impatiently on the floor.
    Χτυπούσε το πόδι της ανυπόμονα στο πάτωμα.