impedimentum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- impedimentum < impedio < ίσως από αρχαία ελληνική ἐμποδίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
impedimentum (la)
impedimentum (la)