Μετάβαση στο περιεχόμενο

impel

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
ενεστώτας impel
γ΄ ενικό ενεστώτα impels
αόριστος impelled
παθητική μετοχή impelled
ενεργητική μετοχή impelling

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪmˈpɛl/

impel (en) (επίσημο)

  • αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι
    παράδειγμα  What impelled him to tell lies?
    Τι τον ανάγκασε να πει ψέματα;
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη force