imperative
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | imperative |
συγκριτικός | more imperative |
υπερθετικός | most imperative |
imperative (en)
- επιτακτικός, επιβεβλημένος
- ⮡ an imperative need - μια επιτακτική ανάγκη
- ⮡ an imperative action - μια επιβεβλημένη ενέργεια
- ⮡ It is imperative that you concern yourself with civic issues.
- Επιβάλλεται να ασχολείσαι με τα κοινά ζητήματα.
- ⮡ The country's alignment with its EU partners is imperative.
- Επιβάλλεται η ευθυγράμμιση της χώρας με τους κοινοτικούς εταίρους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη compulsory
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]imperative (en)