imperative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | imperative |
συγκριτικός | more imperative |
υπερθετικός | most imperative |
imperative (en)
- επιτακτικός, επιβεβλημένος
- ↪ an imperative need - μια επιτακτική ανάγκη
- ↪ an imperative action - μια επιβεβλημένη ενέργεια
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη compulsory
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
imperative (en)