Μετάβαση στο περιεχόμενο

imperative

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός imperative
συγκριτικός more imperative
υπερθετικός most imperative

imperative (en)

  • επιτακτικός, επιβεβλημένος
      an imperative need - μια επιτακτική ανάγκη
      an imperative action - μια επιβεβλημένη ενέργεια
      It is imperative that you concern yourself with civic issues.
    Επιβάλλεται να ασχολείσαι με τα κοινά ζητήματα.
      The country's alignment with its EU partners is imperative.
    Επιβάλλεται η ευθυγράμμιση της χώρας με τους κοινοτικούς εταίρους.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη compulsory

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

imperative (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]