imperceptible
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | imperceptible |
συγκριτικός | more imperceptible |
υπερθετικός | most imperceptible |
Επίθετο[επεξεργασία]
imperceptible (en)
- ανεπαίσθητος, αδιόρατος, πολύ μικρό και έτσι δεν μπορεί να δει ή να νιώσει
- ↪ an imperceptible change - μια ανεπαίσθητη αλλαγή
- ≠ αντώνυμα: perceptible
Πηγές[επεξεργασία]
- imperceptible - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 65. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανεπαίσθητος
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.pɛʁ.sɛp.tibl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
imperceptible | imperceptibles |
imperceptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό