imperial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
imperial (en)
- αυτοκρατορικός
- σχετικός με τα βρετανικά μέτρα και σταθμά
- imperial units