imperméablement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- imperméablement < imperméable
Επίρρημα[επεξεργασία]
imperméablement (fr)
- (σπάνιο) με τρόπο αδιάβροχο, αδιαπέραστο
imperméablement (fr)