Μετάβαση στο περιεχόμενο

imperturbable

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

imperturbable (en)

  1. ατάραχος
  2. φλεγματικός



      ενικός         πληθυντικός  
imperturbable imperturbables

Επίθετο

[επεξεργασία]

imperturbable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

=Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]