impetus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]impetus (en)
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]impetus (eo)
- υποθετική του ρήματος impeti
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | impetus | impetūs |
γενική | impetūs | impetuum |
δοτική | impetuī | impetibus |
αιτιατική | impetum | impetūs |
κλητική | impetus | impetūs |
αφαιρετική | impetū | impetibus |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]impetus (la) αρσενικό