implantation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
implantation implantations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

implantation (fr) θηλυκό

  1. η εγκατάσταση σε έναν τόπο
  2. η εμφύτευση