Μετάβαση στο περιεχόμενο

implicite

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
implicite implicites

Επίθετο

[επεξεργασία]

implicite (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που εξυπακούεται
  2. υπόρρητος