implicitly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
implicitly (en)
- σιωπηρά, έμμεσα
- ↪ It is implicitly included in the agreement.
- Αυτό περιέχεται σιωπηρά στην συμφωνία.
- ≈ συνώνυμα: tacitly
- ≠ αντώνυμα: explicitly
- ↪ It is implicitly included in the agreement.