implode
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
implode (en)
- ενδορρήγνυμαι, ενδορρηγνύομαι, εκρήγνυμαι εκ των έσω και συνήθως καταρρέω προς τα μέσα (τουλάχιστον πριν την ανάκρουση)