imploser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- imploser < in- + (ex)ploser
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
imploser (fr)
- υφίσταμαι ενδόρρηξη, θραύση προς το εσωτερικό εξαιτίας εξωτερικών δυνάμεων (το αντίστροφο του εκρήγνυμαι)