importable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
importable importables

Επίθετο[επεξεργασία]

importable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. εισαγώγιμος
  2. που δεν μπορεί να φορεθεί