importunément
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- importunément < importun
Επίρρημα[επεξεργασία]
importunément (fr)
- σε ακατάλληλη στιγμή
- φορτικά, ενοχλητικά
importunément (fr)