impossibilidade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
impossibilidade | impossibilidades |
impossibilidade (pt) θηλυκό
- το ανέφικτο, το απραγματοποίητο μιας κατάστασης