Μετάβαση στο περιεχόμενο

imprévoyance

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
imprévoyance imprévoyances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

imprévoyance (fr) θηλυκό