Μετάβαση στο περιεχόμενο

impraticable

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
impraticable impraticables

Επίθετο

[επεξεργασία]

impraticable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ανεφάρμοστος
  2. που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί
  3. δύσβατος, αδιάβατος