imprenable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
imprenable imprenables

Επίθετο[επεξεργασία]

imprenable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απόρθητος
  2. (μεταφορικά) καταπληκτικός, φανταστικός, πανέμορφος
    une vue imprenable - μια καταπληκτική θέα