imprescriptible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
imprescriptible imprescriptibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

imprescriptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. απαράγραπτος
  2. αναφαίρετος