impreso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

impreso < impres- + -o

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική impreso impresoj
αιτιατική impreson impresojn

impreso (eo)

ĝi donas al mi la impreson ke... - μου δίνει την εντύπωση ότι...