impressionnable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
impressionnable | impressionnables |
Επίθετο
[επεξεργασία]impressionnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
impressionnable | impressionnables |
impressionnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό