impressionnable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
impressionnable impressionnables

Επίθετο

[επεξεργασία]

impressionnable (fr) αρσενικό ή θηλυκό