Μετάβαση στο περιεχόμενο

improvise

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας improvise
γ΄ ενικό ενεστώτα improvises
αόριστος improvised
παθητική μετοχή improvised
ενεργητική μετοχή improvising

improvise (en)

  • αυτοσχεδιάζω
      The actor forgot his lines and started to improvise.
    Ο ηθοποιός ξέχασε τα λόγια του κι άρχισε ν' αυτοσχεδιάζει.
      I improvised on the piano.
    Αυτοσχεδίασα στο πιάνο.