impuissance
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
impuissance | impuissances |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɛ̃.pɥi.sɑ̃s/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]impuissance (fr) θηλυκό