Μετάβαση στο περιεχόμενο

impuissance

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
impuissance impuissances

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
impuissance <  δείτε τις λέξεις im- και puissance

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.pɥi.sɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

impuissance (fr) θηλυκό

  1. η ανικανότητα
  2. η ματαιότητα
  3. η ανημπόρια
  4. η σεξουαλική ανικανότητα