Μετάβαση στο περιεχόμενο

impulsion

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

impulsion (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
impulsion impulsions

impulsion (fr) θηλυκό