impulsively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- impulsively < impulsive
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
impulsively (en)