impulsively
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | impulsively |
συγκριτικός | more impulsively |
υπερθετικός | most impulsively |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]impulsively (en)
- παρορμητικά, από παρόρμηση
- ⮡ I act impulsively.
- Ενεργώ από παρόρμηση.
- ⮡ I act impulsively.
Πηγές
[επεξεργασία]- impulsively - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 669. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρόρμηση